έφελξη
Смотреть что такое "έφελξη" в других словарях:
έφελξη — η (Α ἔφελξις) [εφέλκω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα αρχ. η τοποθέτηση σε σειρά … Dictionary of Greek
έφελξη — η (Α ἔφελξις) [εφέλκω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα αρχ. η τοποθέτηση σε σειρά … Dictionary of Greek